Λέξη: κατασπαταλώ

Μεταφράσεις: κατασπαταλώ

κατασπαταλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
squander, wasted, squanders, squandering, wasting

κατασπαταλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derrochar, despilfarrar, dilapidar, malgastar, desaprovechado, gastado, vano, inútil, desperdiciado

κατασπαταλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschwendet, verloren, vergeudet, verschwendete, vergeudete

κατασπαταλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dilapider, manger, perdre, abîmer, engloutir, gaspillons, prodiguer, gâcher, gaspillent, dissiper, gaspillé, perdu, gaspillage, gaspillée, perdue

κατασπαταλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sprecato, sprecata, perso, spreco, sprecati

κατασπαταλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dilapidar, barulho, desperdiçado, desperdiçada, desperdiçados, perdido, desperdício

κατασπαταλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verspild, verspilde, grote, verloren, mislukken

κατασπαταλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потерять, растранжирить, прокутить, ухлопать, расточительство, просаживать, промотать, промотаться, растрата, просадить, расточать, проматывать, проматываться, транжирить, впустую, зря, потрачены впустую, теряется, тратится

κατασπαταλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bortkastet, kastet, bortkastede, kastet bort

κατασπαταλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slösa, bortkastade, spillo, slösas bort, slösat bort, bortkastad

κατασπαταλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hukata, tuhlata, hukkaan, tuhlataan, mene hukkaan, menee hukkaan

κατασπαταλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spildt, brændt, spilde, til spilde, spildte

κατασπαταλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozházet, mrhat, ničit, promarnit, rozptýlit, utrácet, rozhazovat, plýtvat, zbytečný, plýtvání, zbytečně, plýtvá, takto plýtvá

κατασπαταλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przetrwonić, roztrwaniać, roztrwonić, marnować, trwonić, szafować, zmarnowany, zmarnowane, marne, marnowane, marnuje się

κατασπαταλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elpazarolt, elvesztegetett, kárba, hiábavaló, felesleges

κατασπαταλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boşa, israf, harcanan, ziyan, heba

κατασπαταλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
марнувати, змарнувати, марнуйте, даремно, марно, впустую, впусту

κατασπαταλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i tretur, humbur, tretur, dobët, e dobët

κατασπαταλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пропилян, губи, загуба на, загубата, загубено

κατασπαταλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марна, дарэмна, ўпустую

κατασπαταλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pillamine, pillama, raisatud, raisata, raisatakse, raisku, raisanud

κατασπαταλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
traćenje, proćerdati, rasipanje, uzaludan, izgubiti, profućkan, izgubljeno, katastrofalna

κατασπαταλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sóa, sóun, spillis, til spillis, renna út í sandinn

κατασπαταλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švaistomi, iššvaistoma, veltui, iššvaistytos, iššvaistyti

κατασπαταλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izšķērdēta, izšķiesti, nelietderīgi, izniekots, izšķērdēti

κατασπαταλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потроши, залудно потрошени, потрошено, изгубен, потрошени

κατασπαταλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pierdut, uciși, irosit, irosite, risipit

κατασπαταλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zapravili, zapravlja, zapravi, izgubljen, zapravljen

κατασπαταλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbytočný, zbytočné, nepotrebný, nadbytočný, zbytočná
Τυχαίες λέξεις