Kolmo στα ελληνικά
Μετάφραση: kolmo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίμιος, όρθιος, σταθμίζω, δοκάρι, upright
Μεταφράσεις
- kolkovat στα ελληνικά - χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγίδα, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
- kolmice στα ελληνικά - κανονικός, φυσιολογικός, κάθετος, κάθετη, κάθετα, κάθετο, κάθετες
- kolmost στα ελληνικά - σταθμίζω, βαρίδι, Plumb, νηματοβαρίδιο, βολίδα, νήμα της στάθμης
- kolmý στα ελληνικά - κάθετος, μπλόφα, αναστηλώνω, δοκάρι, σταθμίζω, όρθιος, τίμιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Kolmo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίμιος, όρθιος, σταθμίζω, δοκάρι, upright
Μεταφράσεις: τίμιος, όρθιος, σταθμίζω, δοκάρι, upright