Kompilovat στα ελληνικά
Μετάφραση: kompilovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλέγω, μεταγλωττίζω, συντάσσω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Μεταφράσεις
- kompetentní στα ελληνικά - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
- kompilace στα ελληνικά - συλλογή, σύνταξη, Συλλογές, κατάρτισης, Κατάρτιση
- kompilátor στα ελληνικά - μεταγλωττιστής, συντάκτης, μεταγλωττιστή, compiler, μεταγλώττισης
- komplet στα ελληνικά - τοποθετώ, αρμόζω, βολεύω, κοστούμι, εξυπηρετώ, καθορισμένος, σετ, ...
Τυχαίες λέξεις
Kompilovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλέγω, μεταγλωττίζω, συντάσσω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Μεταφράσεις: συλλέγω, μεταγλωττίζω, συντάσσω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση