Komprimovat στα ελληνικά
Μετάφραση: komprimovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπιέζω, συμπαγής, συμπυκνωμένος, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kompozitum στα ελληνικά - σύνθετος, επιδεινώνω, σύνθετο, σύνθετα, σύνθετου, σύνθετη
- kompresor στα ελληνικά - συμπιεστής, συμπιεστή, του συμπιεστή, αεροσυμπιεστή, συμπιεστών
- kompromis στα ελληνικά - συμβιβάζω, συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
- kompromitovat στα ελληνικά - διακυβεύω, συμβιβασμός, διαπράττω, δεσμεύω, συμβιβάζω, κάνω, συμβιβασμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Komprimovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπιέζω, συμπαγής, συμπυκνωμένος, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Μεταφράσεις: συμπιέζω, συμπαγής, συμπυκνωμένος, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει