Koncentrovat στα ελληνικά

Μετάφραση: koncentrovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εστία, υγροποιώ, συμπυκνώνω, συγκεντρώνω, μαζικός, συνοψίζω, συγκεντρώνομαι, μάζα, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούν, να επικεντρωθεί, επικεντρωθούμε
Koncentrovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • konat στα ελληνικά - αποδίδω, εκτελώ, εξασκώ, καθιστώ, ασκώ, κάνω, προσφέρω, ...
  • koncentrovaný στα ελληνικά - συγκεντρώνω, συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, συμπυκνωμένος, συμπυκνώθηκε, συμπυκνώνεται, συμπυκνωμένο, ...
  • koncepce στα ελληνικά - ιδέα, έννοια, σύλληψη, αντίληψη, σύλληψης, τη σύλληψη, σχεδιασμό
  • koncept στα ελληνικά - προσχέδιο, σχέδιο, σχεδίου, σχέδια, το σχέδιο
Τυχαίες λέξεις
Koncentrovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εστία, υγροποιώ, συμπυκνώνω, συγκεντρώνω, μαζικός, συνοψίζω, συγκεντρώνομαι, μάζα, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούν, να επικεντρωθεί, επικεντρωθούμε