Kumulovat στα ελληνικά
Μετάφραση: kumulovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περισυλλέγω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύω, μαζεύω, Άθροισμα, σωρευτική αξιολόγηση, σωρευτική, σωρεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kumpán στα ελληνικά - φίλος, φιλαράκος, παλιόφιλος, συντροφεύομαι, στενός φίλος, Chum
- kumulativní στα ελληνικά - αθροιστικός, σωρευτικός, Συγκεντρωτικό, σωρευτικές, σωρευτική, Αθροιστική
- kup στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, Αγοράστε, αγοράσουν, Αγοράστε τα
- kupa στα ελληνικά - σωρός, στοιβάζω, ανάχωμα, στοίβα, στοιβάδα, πυκνό σύννεφο, cumulus, ...
Τυχαίες λέξεις
Kumulovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύω, μαζεύω, Άθροισμα, σωρευτική αξιολόγηση, σωρευτική, σωρεύσει
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύω, μαζεύω, Άθροισμα, σωρευτική αξιολόγηση, σωρευτική, σωρεύσει