Αποθησαυρίζω στα τσεχικά
Μετάφραση: αποθησαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kumulovat, akumulovat, nahromadit, shromáždit, nashromáždit, nakupit, sbírat, hromadit, Assam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθησαυρίζω
αποθησαυρίζω συνώνυμο, αποθησαυρίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αποθησαυρίζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αποθαρρύνω στα τσεχικά - odrazovat, znechutit, odradit, zastrašit, odstrašit, deprimovat, brát odvahu, ...
- αποθηκεύω στα τσεχικά - krám, sklad, skladovat, uskladnit, nahromadit, rezerva, paměť, ...
- αποθνήσκω στα τσεχικά - odumřít, umírat, zemřít, chcípnout, zesnout, zahynout, umřít, ...
- αποικία στα τσεχικά - osada, kolonie, kolonií, kolonii, kolonotvornýc
Τυχαίες λέξεις
Αποθησαυρίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kumulovat, akumulovat, nahromadit, shromáždit, nashromáždit, nakupit, sbírat, hromadit, Assam
Μεταφράσεις: kumulovat, akumulovat, nahromadit, shromáždit, nashromáždit, nakupit, sbírat, hromadit, Assam