Lehko στα ελληνικά

Μετάφραση: lehko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκολος, εύκολα, άνετος, εύκολα να, εύκολη, εύκολα την, ευκολία
Lehko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • legát στα ελληνικά - έξαρχος, λεγάτος, απεσταλμένο, απεσταλμένος, legate
  • lehce στα ελληνικά - εύκολος, άνετος, ελαφρώς, μαλακά, εύκολα, λίγο, επιπόλαια, ...
  • lehkoatletický στα ελληνικά - αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά
  • lehkomyslnost στα ελληνικά - επιπολαιότητα, ελαφρότητα, επιπολαιότητας, ελαφρότητας, την επιπολαιότητα
Τυχαίες λέξεις
Lehko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκολος, εύκολα, άνετος, εύκολα να, εύκολη, εύκολα την, ευκολία