Leknutí στα ελληνικά
Μετάφραση: leknutí, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, συναγερμός, φόβος, τρομάζω, τρόμος, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lekce στα ελληνικά - μάθημα, τάξη, κλάση, υπάγω, μαθήματα, διδάγματα, μαθημάτων, ...
- leknout στα ελληνικά - τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, έντρομος, φοβισμένη, φοβισμένοι, φοβούνται, ...
- lektor στα ελληνικά - αναγνώστης, δάσκαλος, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
- lelkovat στα ελληνικά - χαζεύω, χασομερώ, να χαζεύω, να περιφέρονται, περιφέρονται
Τυχαίες λέξεις
Leknutí στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, συναγερμός, φόβος, τρομάζω, τρόμος, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, συναγερμός, φόβος, τρομάζω, τρόμος, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο