Λέξη: χτίστης

Σχετικές λέξεις: χτίστης

χτίστης πέτρας, κτίστης πέτρας

Συνώνυμα: χτίστης

λιθοξόος, λιθοκτιστής, χτιστής

Μεταφράσεις: χτίστης

χτίστης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
builder, mason, bricklayer, a builder, contruction

χτίστης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constructor, albañil, masón, Mason, de albañil, de Mason

χτίστης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumeister, erbauer, Maurer, Steinmetz, mason, Freimaurer

χτίστης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
architecte, entrepreneur, édificateur, bâtisseur, constructeur, maçon, Mason, de maçon, de Mason

χτίστης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costruttore, muratore, Mason, massone, di Mason

χτίστης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
construtor, lavrador, pedreiro, Mason, de pedreiro, do pedreiro, maçom

χτίστης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bouwondernemer, aannemer, metselaar, Mason, de Metselaar, vrijmetselaar, metselaar van

χτίστης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
застройщик, подрядчик, каменщик, плотник, строитель, конструктор, Мейсон, Mason, Мэйсон, масон

χτίστης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mason, murer, frimurer, norges, i Mason

χτίστης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
murare, Mason, mason, masonen, i Mason

χτίστης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakentaja, rakennusurakoitsija, aluerakentaja, muurari, Mason, muurarin, vapaamuurari, muurariksi

χτίστης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
murer, Mason, frimurer, i Mason

χτίστης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
budovatel, stavitel, zedník, kameník, mason, zedníkem, zednický

χτίστης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mason, kamieniarz, murarz, murarzem, masona

χτίστης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építész, kőműves, Mason, falaz, szabadkőműves

χτίστης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mason, taşçı, duvarcı, mason olan, bir mason

χτίστης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тесля, каменяр, будівельник, тесляр, будівник, муляр, Каменяр, Каменщик

χτίστης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
murator, mason, murator e, masoni, masoni i

χτίστης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зидар, масон, Мейсън, Mason, зидаро

χτίστης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
муляр, каменшчык, камешчык

χτίστης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rajaja, ehitaja, müürsepp, Mason, müürsepaks, massoon

χτίστης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proizvođač, graditelj, poduzetnik, konstruktor, zidar, mason, je Mason, klesar, Mason je

χτίστης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggingameistari, Mason, múrari

χτίστης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statybininkas, masonas, Mason, mūrininkas, mūrininko, išmūryti

χτίστης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūrnieks, mason, Meisona

χτίστης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
масон, Мејсон, ѕидар, Mason, слободниот ѕидар

χτίστης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zidar, Mason, pietrar, Mason a

χτίστης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zidar, mason, kamnosek, zidarska, zidarski

χτίστης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
staviteľ, murár, zedník, mason
Τυχαίες λέξεις