Lkát στα ελληνικά

Μετάφραση: lkát, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενάζω, μουγκρητό, μουγκρίζω, κλαίω, κλαίνε, κλαις, κλάψουν, κλαίτε
Lkát στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lišácký στα ελληνικά - καπάτσος, τετραπέρατος, πανέξυπνος, έξυπνος, παμπόνηρος, κατεργάρης, Foxy, ...
  • lišák στα ελληνικά - αλεπού, Fox, αλεπούς, Φοξ, αλεπούδων
  • lnout στα ελληνικά - κολλώ, προσκολλώμαι, εμμένω, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, ...
  • lnutí στα ελληνικά - εμμονή, προσκόλληση, τήρηση, την τήρηση, τήρησης, προσήλωση
Τυχαίες λέξεις
Lkát στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενάζω, μουγκρητό, μουγκρίζω, κλαίω, κλαίνε, κλαις, κλάψουν, κλαίτε