Mřížoví στα ελληνικά
Μετάφραση: mřížoví, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακρίνω, κιγκλίδωμα, δικτυωτό, κάγκελα, πλέγμα, ενοχλητικός, σχάρα, πλέγματος, lattice, του πλέγματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mřížka στα ελληνικά - ανακρίνω, δίχτυ, ενοχλητικός, κάγκελα, πλέγμα, δικτυωτό, σχάρα, ...
- mřížovina στα ελληνικά - δικτυωτό, καφασωτό, πέργκολα, δικτυωτού, οπλισμού, πλεγματικής
- mše στα ελληνικά - μαζικός, μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
- mšice στα ελληνικά - μελίγκρα, ψείρα των φυτών, αφίδα, αφίδιο, των αφιδών, αφίδα της
Τυχαίες λέξεις
Mřížoví στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακρίνω, κιγκλίδωμα, δικτυωτό, κάγκελα, πλέγμα, ενοχλητικός, σχάρα, πλέγματος, lattice, του πλέγματος
Μεταφράσεις: ανακρίνω, κιγκλίδωμα, δικτυωτό, κάγκελα, πλέγμα, ενοχλητικός, σχάρα, πλέγματος, lattice, του πλέγματος