Λέξη: καβγατζής

Σχετικές λέξεις: καβγατζής

ο καβγατζήσ

Συνώνυμα: καβγατζής

καυγατζής, φιλονικία, διαπληκτισμός, καβγάς

Μεταφράσεις: καβγατζής

καβγατζής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quarrelsome, brawler, quarrel, combative, Randy

καβγατζής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alborotador, peleador, luchador, camorrista, brawler

καβγατζής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streitsüchtig, zänkisch, Zänker, Schläger, Raufbold, brawler

καβγατζής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
batailleur, hargneux, belliqueux, agressif, brouillon, acariâtre, querelleur, bagarreur, bagarreur de, brawler, braillard

καβγατζής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attaccabrighe, litigioso, brawler, picchiaduro, rissoso, picchiaduro a

καβγατζής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gritador, brawler, brigão, briguento, Rufião

καβγατζής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schreeuwer, ruziemaker, ruziezoeker, brawler, vechter

καβγατζής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привязчивый, неуживчивый, придирчивый, вздорный, драчливый, бранчливый, сварливый, скандальный, скандалист, Brawler, скандалистом, буян, дебошир

καβγατζής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bråkmaker, Brawler, kamp, kampspill, kampspillet

καβγατζής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brawler, fightingspel, brawleren, slagskämpe, fightingspelet

καβγατζής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eripurainen, tappelupukari, Brawler, joka iskee, riitaisa, tappelupeli

καβγατζής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kampspil, Slagsbroder, Brawler, slagsbror

καβγατζής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hašteřivý, svárlivý, hádavý, výtržník, Brawler, rváč

καβγατζής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłótliwy, czupurny, swarliwy, niezgodny, napastliwy, zadziorny, awanturnik, wrzaskliwa kłótnia, awanturujący się, warchoł, rozbijaka

καβγατζής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
veszekedő, Brawler, verekedő, birkózó

καβγατζής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavgacı, kavgacı tip, kavgacısı, brawler, Brawler'a

καβγατζής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сварки, скандаліст

καβγατζής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhagajdar, turbullt, e turbullt

καβγατζής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кавгаджия, крамолник, скандалджия

καβγατζής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скандаліст

καβγατζής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riiakas, skandaalitseja, Brawler, Tappelupukari, joodik

καβγατζής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svadljiv, prgav, izazivački, svađalica

καβγατζής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brawler, glaumsamur

καβγατζής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skandalistas, triukšmadarys, Mąciwoda, Bisurman, Rozbijaka

καβγατζής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķildnieks

καβγατζής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
brawler

καβγατζής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scandalagiu, Brawler, scandalagiu de, bătăuș, gâlcevitor

καβγατζής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Svađalica

καβγατζής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hádavý, hašterivý, výtržník
Τυχαίες λέξεις