Manžel στα ελληνικά
Μετάφραση: manžel, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Μεταφράσεις
- manévr στα ελληνικά - ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
- manéž στα ελληνικά - αρένα, στυλό, πένες, τύπου πένας, μάνδρες, Οι συσκευές τύπου πένας
- manželka στα ελληνικά - γυναίκα, σύζυγος, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
- manželský στα ελληνικά - παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Τυχαίες λέξεις
Manžel στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Μεταφράσεις: άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός