Άνθρωπος στα τσεχικά

Μετάφραση: άνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mužský, lidský, chlap, zalidnit, postava, muž, obyvatelstvo, jedinec, národ, manžel, člověk, osídlit, osoba, jednotlivec, lid, člověče, muže
Άνθρωπος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνθρωπος

άνθρωπος μεταξουργείο, άνθρωπος ελέφαντας, άνθρωπος είσαι και λυγάς, άνθρωπος από ατσάλι, άνθρωπος δαγκώνει σκύλο, άνθρωπος λεξικό γλώσσας τσεχικά, άνθρωπος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • άνθρακας στα τσεχικά - uhel, uhelný, uhlí, uhelného, uhelné
  • άνθρωποι στα τσεχικά - zalidnit, obyvatelstvo, národ, lid, osídlit, lidé, lidí, ...
  • άνισος στα τσεχικά - nevyrovnaný, nepřiměřený, nestejný, nerovný, různorodý, nepravidelný, různý, ...
  • άνοδος στα τσεχικά - přistoupení, nastoupení, nástup, přístup, vzestup, vstoupení, anoda, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωπος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: mužský, lidský, chlap, zalidnit, postava, muž, obyvatelstvo, jedinec, národ, manžel, člověk, osídlit, osoba, jednotlivec, lid, člověče, muže