Množit στα ελληνικά

Μετάφραση: množit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαράγω, αναπαράγομαι, πολλαπλασιάζω, ράτσα, γεννοβολώ, αυξάνω, αύξηση, πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαστούν, πολλαπλασιασθούν, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται
Množit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • množení στα ελληνικά - πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
  • množina στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, συσσωμάτωμα, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, ...
  • množství στα ελληνικά - όγκος, μαζικός, ποσόν, στοιβάδα, αριθμός, άφθονος, στοιβάζω, ...
  • mobilita στα ελληνικά - κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, Η κινητικότητα, Mobility
Τυχαίες λέξεις
Množit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαράγω, αναπαράγομαι, πολλαπλασιάζω, ράτσα, γεννοβολώ, αυξάνω, αύξηση, πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαστούν, πολλαπλασιασθούν, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται