Πολλαπλασιάζω στα τσεχικά
Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
násobit, rozmnožit, znásobit, množit, vynásobte, vynásobit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, πολλαπλασιάζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πολιτιστικός στα τσεχικά - kulturní, kulturního, kulturním, kulturních, kulturně
- πολλά στα τσεχικά - bohatství, spousta, hodně, množství, hojnost, nadbytek, mnoho, ...
- πολλαπλασιασμός στα τσεχικά - násobení, množení, rozmnožení, rozmnožování, multiplikační, násobící
- πολλαπλός στα τσεχικά - rozmnožit, různý, násobek, několikerý, rozmanitý, různorodý, vícenásobný, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: násobit, rozmnožit, znásobit, množit, vynásobte, vynásobit
Μεταφράσεις: násobit, rozmnožit, znásobit, množit, vynásobte, vynásobit