Návyk στα ελληνικά

Μετάφραση: návyk, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροπή, εθισμός, πλάθω, διαμορφώνω, εξάρτηση, τρόπος, έξη, συνήθεια, έθιμο, τάση, σχηματίζω, μόδα, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Návyk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • návrhář στα ελληνικά - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
  • návrší στα ελληνικά - ανατέλλω, ανύψωση, αυξάνομαι, ανηφορικός, ορθώνομαι, τούρλα, ανάδειξη, ...
  • návěští στα ελληνικά - συμβουλή, σήμα, πίνακας, γνέφω, ταμπέλα, νεύω, υπογράφω, ...
  • návštěva στα ελληνικά - επίσκεψη, επισκέπτομαι, επιθεώρηση, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Τυχαίες λέξεις
Návyk στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροπή, εθισμός, πλάθω, διαμορφώνω, εξάρτηση, τρόπος, έξη, συνήθεια, έθιμο, τάση, σχηματίζω, μόδα, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια