Napájení στα ελληνικά

Μετάφραση: napájení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, προμήθεια, παροχή, χορήγηση, ισχύς, εξουσία, δύναμη, Ηλεκτρικά, τροφοδοσίας
Napájení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • napustit στα ελληνικά - μουσκεύω, γεμίζω, εμποτισμό, τον εμποτισμό, εμποτισμό του, τον εμποτισμό του, εμποτισμός
  • napuštění στα ελληνικά - κορεσμός, γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
  • napájet στα ελληνικά - ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ...
  • napínat στα ελληνικά - βασανιστήριο, ράφι, μέγγενη, τεντωμένος, τεντώνομαι, σχάρα, τεζάρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Napájení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, προμήθεια, παροχή, χορήγηση, ισχύς, εξουσία, δύναμη, Ηλεκτρικά, τροφοδοσίας