Narušovat στα ελληνικά
Μετάφραση: narušovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλώ, παρενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- narušený στα ελληνικά - διαταραγμένη, διαταραγμένος, διαταραχθεί, διαταραγμένο, διαταράσσεται
- narušit στα ελληνικά - αλλοιώνω, διαβρώνω, διάλειμμα, παραβλάπτω, ενοχλώ, αντεπίθεση, χειροτερεύω, ...
- narvat στα ελληνικά - κολλήσει, ραβδί, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε
- narážet στα ελληνικά - προσκρούουν, προσπίπτουν, προσκρούει, θίγει, να προσκρούουν
Τυχαίες λέξεις
Narušovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλώ, παρενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Μεταφράσεις: ενοχλώ, παρενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί