Λέξη: πυροσβέστης
Σχετικές λέξεις: πυροσβέστης
πυροσβέστης γαλλικά, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, επάγγελμα πυροσβέστης, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξη αυτόχειρα, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστης σαμ, εθελοντήσ πυροσβέστησ, εποχιακός πυροσβέστης, πυροσβέστης ονειροκρίτης
Μεταφράσεις: πυροσβέστης
πυροσβέστης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fireman, firefighter, fire fighter, a firefighter, firemen
πυροσβέστης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombero, fogonero, del bombero, bomberos, bombero de, de bombero
πυροσβέστης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuerwehrmann, heizer, feuergefäß, Feuerwehrmann, Feuerwehr
πυροσβέστης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chauffeur, sapeur-pompier, pompier, pompiers, sapeur pompier, de pompier
πυροσβέστης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pompiere, vigile del fuoco, firefighter, pompiere di
πυροσβέστης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombeiro, do sapador bombeiro, sapador bombeiro, sapador
πυροσβέστης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandweerman, brandbestrijders, De Brandbestrijder, van de Brandbestrijder, brandbestrijderskerstmis
πυροσβέστης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кочегар, взрывник, пожарник, пожарный, пожарного, пожарных, пожарным
πυροσβέστης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brannmann, firefighter, brannmannen, fighter, brannmanns
πυροσβέστης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brandman, firefighter, brandmannen
πυροσβέστης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palomies, lämmittäjä, palomiehen, firefighter, palokunta
πυροσβέστης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brandmand, firefighter, Feuerwehr
πυροσβέστης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
topič, požárník, hasič, hasiče, firefighter, hasičem, hasičů
πυροσβέστης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strażak, palacz, strażakiem, firefighter, strażaka, strażacy
πυροσβέστης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tűzoltó, tűzoltói, tűzoltónak, firefighter
πυροσβέστης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itfaiyeci, itfaiye, firefighter, itfaiye eri
πυροσβέστης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожежний, пожежник, кочегар, пожежні, пожежна
πυροσβέστης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zjarrfikës, zjarrfikës të, zjarrfikës i, zjarrfikësit
πυροσβέστης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пожарникар, пожарникарска, пожарникарско, пожарникарски
πυροσβέστης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апальшчык, пажарны, пажарнік
πυροσβέστης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kütja, tuletõrjuja, pea tuletõrjuja, firefighter, komplekti tuletõrjuja
πυροσβέστης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vatrogasac, vatrogasca, Vatrogasci, vatrogasaca, vatrogasnoj
πυροσβέστης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
firefighter
πυροσβέστης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ugniagesys, gaisrininkas, firefighter, gaisrininkų, ugniagesiai
πυροσβέστης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ugunsdzēsējs, ugunsdzēsēja, firefighter, ugunsdzēsēju
πυροσβέστης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пожарникар, Пожарникарот
πυροσβέστης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pompier, pompieri, de pompier, de pompieri, pompierului
πυροσβέστης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gasilec, firefighter, gasilca, Vatrogasac, gasilska
πυροσβέστης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hasič
Στατιστικά δημοτικότητας: πυροσβέστης
Τυχαίες λέξεις