Nasměrovat στα ελληνικά

Μετάφραση: nasměrovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, σκηνοθετώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Nasměrovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • naskákat στα ελληνικά - για να μεταβείτε, να πηδήξει, να πηδήσει, να πηδούν, να μεταβείτε
  • naslouchat στα ελληνικά - ωτακουστώ, ακούω, κρυφακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ...
  • nasolený στα ελληνικά - αλάτι, αλμυρός, αλμυρό, αλμυρή, αλμυρά, αλμυρές
  • nasolit στα ελληνικά - αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Τυχαίες λέξεις
Nasměrovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, σκηνοθετώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης