Λέξη: πόρτα

Σχετικές λέξεις: πόρτα

πόρτα ασφαλείας τιμές, πόρτα ασφαλείας, πόρτα πόρτα ρόδος, πόρτα ανοιχτή, πόρτα ασφαλείας για μωρά, πόρτα φυσαρμόνικα, πόρτα πόρτα ρέθυμνο, πόρτα – πόρτα blog, πόρτα πόρτα, πόρτα ονειροκρίτης

Συνώνυμα: πόρτα

πύλη, θύρα, εξώθυρα, αυλόπορτα

Μεταφράσεις: πόρτα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
door, gate, the door, door of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puerta, puerta de, la puerta, puertas, puerta del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tür, pforte, Tür, Tor, Türe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
porte, huis, portillon, portière, la porte, portes, porte de, de porte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
porta, uscio, sportello, portello, porte, porta di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porta, burro, asno, porta de, porta da, portas, porta do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
portier, deur, de deur, voordeur, deur van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дверца, дорога, створка, дверь, заслонка, квартира, помещение, двери, дверей, дверью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dør, døren, door, døra
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dörr, port, dörren, luckan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uksi, ovi, oviaukko, sisäänkäynti, oven, ovelle, luukku, ovea
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dør, døren, siden, siden af
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brána, dveře, dvířka, dveří, vrata, dveřní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wrota, drzwiczki, futryna, odrzwia, drzwi, drzwiowy, brama, door
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ajtó, ajtót, ajtón, ajtaját
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapı, kapısı, door, kapak, kapağı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двері, низкою, майже, квартира, рядом, помешкання, запах
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
derë, dera, dera e, derë e, dyer të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
врата, вратата, врати, на вратата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзьверы, дзверы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõhn, uks, ukse, door, ust, uksest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrata, vratima, vrata su, vratašca, se vrata
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dyr, hurð, dyrnar, hurðin, húsi
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ianua
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durys, durų, duris, durelės, dureles
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
durvis, durvju, durvīm, durtiņas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вратата, врата, врати, на вратата, порти
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
u, uşă, ușă, usa, ușa, uși, ușii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brána, vrata, vrat, vrati, door, vratih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vchod, dvere, brána, dverí, dvierka

Στατιστικά δημοτικότητας: πόρτα

Τυχαίες λέξεις