Nepolepšitelný στα ελληνικά
Μετάφραση: nepolepšitelný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασταλαγμένος, αδιόρθωτος, αδιόρθωτοι, αδιόρθωτη, αδιόρθωτο, αδιόρθωτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nepokrytě στα ελληνικά - φανερά, ανοιχτά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα
- nepolapitelný στα ελληνικά - ασύλληπτος, φευγαλέος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη
- nepolitický στα ελληνικά - απολιτικό, απολιτική, απολιτικού, πολιτικού χαρακτήρα, μη πολιτικό
- nepoměr στα ελληνικά - ανισότητα, δυσαναλογία, δυσαναλογίας, δυσαναλογία αυτή, δυσανάλογων, η δυσαναλογία
Τυχαίες λέξεις
Nepolepšitelný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασταλαγμένος, αδιόρθωτος, αδιόρθωτοι, αδιόρθωτη, αδιόρθωτο, αδιόρθωτα
Μεταφράσεις: κατασταλαγμένος, αδιόρθωτος, αδιόρθωτοι, αδιόρθωτη, αδιόρθωτο, αδιόρθωτα