Κατασταλαγμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nenapravitelný, nepolepšitelný
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, κατασταλαγμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κατασπαταλώ στα τσεχικά - rozházet, mrhat, ničit, promarnit, rozptýlit, utrácet, rozhazovat, ...
- καταστέλλω στα τσεχικά - zrušit, tlumit, potlačovat, ututlat, utlumit, zatajit, zamlčet, ...
- καταστατικό στα τσεχικά - najmout, nájem, výsada, nařízení, předpis, zákon, ustanovení, ...
- καταστολή στα τσεχικά - utajení, zrušení, potlačení, represe, potlačování, represi, represí
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nenapravitelný, nepolepšitelný
Μεταφράσεις: nenapravitelný, nepolepšitelný