Obléhání στα ελληνικά
Μετάφραση: obléhání, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- obléci στα ελληνικά - ντύσιμο, αμφίεση, φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, το φόρεμα, φορεμάτων, ...
- obléhat στα ελληνικά - πολιορκώ
- oblékat στα ελληνικά - φόρεμα, φορώ, ντύνομαι, ντύνω, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, ...
- oblékání στα ελληνικά - ντύνομαι, φόρεμα, δέσιμο, ντύνω, ντύνεται, το ντύσιμο, ντύσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Obléhání στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
Μεταφράσεις: πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές