Λέξη: τρόμπα

Σχετικές λέξεις: τρόμπα

τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα ηλεκτρική για στρωμα, τρόμπα ηλεκτρική, τρόμπα νερού, τρόμπα βενζίνης, τρόμπα αυτοκινήτου

Συνώνυμα: τρόμπα

αντλία, γόβα, σκαρπίνι

Μεταφράσεις: τρόμπα

τρόμπα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pump, air pump, pump or dispenser, a pump, master cylinder

τρόμπα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pompa, bombear, bomba, bomba de, la bomba, de la bomba, la bomba de

τρόμπα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pumpe, pumpen, herzstück, pumps, herz, Pumpe, Pumpen, Pump

τρόμπα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pompez, pompe, pompent, pompons, gonfler, coeur, pomper, la pompe, pompes, pompage, pompe à

τρόμπα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pompare, pompa, pompa di, della pompa, pompe, pompa a

τρόμπα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombas, calcar, bomba, aspirar, bombear, vaporizar, bomba de, da bomba, de bomba

τρόμπα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pompen, pomp, hart, oppompen, de pomp, pump

τρόμπα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкачивать, накачивать, помпа, перекачать, сердце, перекачивать, выкачать, выпытывать, качать, насос, накачать, нагнетать, туфля-лодочка, пульсировать, насосать, выспрашивать, насоса, насосом, накачки, насосов

τρόμπα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pumpe, pumpen

τρόμπα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pumpa, pump, pumpen

τρόμπα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pumpata, pumppu, avokenkä, sydän, pumpun, pumppua, pumppuun, pumpulla

τρόμπα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pumpe, oppumpe, pumpen, pumpens

τρόμπα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pumpovat, pumpa, nahustit, čerpadlo, čerpat, čerpadla, čerpadlem, čerpadel

τρόμπα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypytywać, dystrybutor, pompować, przepompować, pompownia, pompka, przetłaczać, pompa, pompy, pompę, pomp, pompą

τρόμπα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivattyú, szivattyút, pumpa, szivattyúval

τρόμπα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yürek, tulumba, gönül, kalp, pompa, pompası, pompanın, pompasi

τρόμπα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пемзи, насос

τρόμπα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zemra, pompa, pompë, pompë të, pompë e, çezme

τρόμπα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сърце, помпа, помпата, на помпата, помпи

τρόμπα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэрца, помпа, насос, помпу

τρόμπα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pump, pumpama, pumba, pumpa, pumbaga, pumbast

τρόμπα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodocrpilište, pobuda, pumpa, smjestiti, crpka, pumpe, crpke, pumpu

τρόμπα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæla, dælu, dælan, dælunni, dæluna

τρόμπα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pompa, siurblys, pumpuoti, širdis, siurblio, siurblį, siurblių

τρόμπα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dvēsele, sūknēt, sirds, sūknis, sūkņa, sūkni, sūkņu, pump

τρόμπα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срце, пумпа, пумпи, пумпата, пумпа за, пумпни

τρόμπα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pompă, inimă, pompa, pompei, pompa de, pompă de

τρόμπα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
črpalka, črpalke, pump, črpalko, črpalka za

τρόμπα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čerpadlo, hustilka, pumpa, čerpadla

Στατιστικά δημοτικότητας: τρόμπα

Τυχαίες λέξεις