Ochutnávat στα ελληνικά

Μετάφραση: ochutnávat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γούστο, γεύση, γεύομαι, δοκιμάζοντας, γευσιγνωσία, γευσιγνωσίας, γεύσης
Ochutnávat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ochutit στα ελληνικά - περίοδο, μπαχαρικό, νοστιμίζω, καρύκευμα, καρυκεύω, περίοδος, γεύση, ...
  • ochutnat στα ελληνικά - γεύομαι, γεύση, εκδικάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, δείγμα, γούστο, ...
  • ochutnávač στα ελληνικά - γευόμενος, δοκιμαστή, δοκιμαστής, δοκιμαστικά, τον δοκιμαστή
  • ochutnávka στα ελληνικά - δοκιμάζοντας, γευσιγνωσία, γεύση, γευσιγνωσίας, γεύσης
Τυχαίες λέξεις
Ochutnávat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γούστο, γεύση, γεύομαι, δοκιμάζοντας, γευσιγνωσία, γευσιγνωσίας, γεύσης