Odkysličovat στα ελληνικά
Μετάφραση: odkysličovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odkrývat στα ελληνικά - ανιχνεύω, αποκαλύψει, αποκάλυψη, αποκαλύψουν, να αποκαλύψει, αποκαλυφθούν
- odkud στα ελληνικά - όπου, που, πόθεν, από πού, από όπου, προελεύσεως, εξ ου
- odkázat στα ελληνικά - παραπέμπω, κληροδοτώ, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται
- odlehlý στα ελληνικά - δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, ...
Τυχαίες λέξεις
Odkysličovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
Μεταφράσεις: ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω