Odlévat στα ελληνικά

Μετάφραση: odlévat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχωρώ, παύση, άμπωτη, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Odlévat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odlučitelný στα ελληνικά - διαχωριζόμενα, να διαχωριστούν, διαχωρίσιμο, διαχωρίσιμα, διαχωρισθούν
  • odlučovat στα ελληνικά - ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστός, αποκολλώ, χωρίζω, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, ...
  • odlévání στα ελληνικά - χύσιμο, χύτευσης, χύτευση, χυτεύσεως, τη χύτευση
  • odlít στα ελληνικά - ιδρύω, βρήκα, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Τυχαίες λέξεις
Odlévat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχωρώ, παύση, άμπωτη, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων