Odloučit στα ελληνικά

Μετάφραση: odloučit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομονώνω, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, αποξενώνω, χωριστός, αποσυνδέω, αλλοτριώνω, διαχωρίζω, χωρίζω, διαζύγιο, διίστανται, διαχωρίσει, διαχωριστεί, αποσυνδεθεί
Odloučit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odloučený στα ελληνικά - απομονωμένος, ερημικός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
  • odloučeně στα ελληνικά - χωριστά, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, διαχωρισμός, χωρισμού
  • odložení στα ελληνικά - αναβολή, αναβολής, την αναβολή, μετάθεση, η αναβολή
  • odložit στα ελληνικά - καθυστέρηση, απορρίπτω, μετακομίζω, αναστολή, κρεμώ, αναβάλλω, μένω, ...
Τυχαίες λέξεις
Odloučit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομονώνω, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, αποξενώνω, χωριστός, αποσυνδέω, αλλοτριώνω, διαχωρίζω, χωρίζω, διαζύγιο, διίστανται, διαχωρίσει, διαχωριστεί, αποσυνδεθεί