Odměřený στα ελληνικά

Μετάφραση: odměřený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, αλύγιστος, άκαμπτος, απότομος, Curt, Απότομο, κοφτός, ξερός
Odměřený στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odměňovat στα ελληνικά - αμείβω, πληρώνω, αποζημιώνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, ...
  • odměřenost στα ελληνικά - εφεδρεία, παρακαταθήκη, εφεδρικός, παρακρατώ, επιφυλακτικότητα, η επιφυλακτικότητα
  • odměřit στα ελληνικά - υπολογίζω, μέτρο, μετρώ, μετρητής, εκτιμώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, ...
  • odnaučit στα ελληνικά - αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Τυχαίες λέξεις
Odměřený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, αλύγιστος, άκαμπτος, απότομος, Curt, Απότομο, κοφτός, ξερός