Odměřit στα ελληνικά

Μετάφραση: odměřit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπολογίζω, μέτρο, μετρώ, μετρητής, εκτιμώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Odměřit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odměřenost στα ελληνικά - εφεδρεία, παρακαταθήκη, εφεδρικός, παρακρατώ, επιφυλακτικότητα, η επιφυλακτικότητα
  • odměřený στα ελληνικά - ισχυρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, αλύγιστος, άκαμπτος, απότομος, Curt, ...
  • odnaučit στα ελληνικά - αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
  • odnož στα ελληνικά - παραφυάδα, μπόλι, βλαστός, γόνος, παρακλάδι, κλάδος
Τυχαίες λέξεις
Odměřit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπολογίζω, μέτρο, μετρώ, μετρητής, εκτιμώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν