Oduševnit στα ελληνικά
Μετάφραση: oduševnit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, εμψυχώσει, εμψυχώσει το, να εμψυχώσει το, να εμψυχώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odumřelý στα ελληνικά - νεκρός, πεθαμένος, νεκρωτικός, νεκρωτικές, νεκρωτικό, νεκρωτικών, νεκρωτικά
- odumřít στα ελληνικά - τεζάρω, αποθνήσκω, πεθάνω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, ...
- odvaha στα ελληνικά - μαδώ, τόλμη, χαλίκι, τόλμημα, άμμος, νεύρο, θάρρος, ...
- odvar στα ελληνικά - έγχυμα, αφέψημα, αφεψήματος, το αφέψημα, διήθησης, decoction
Τυχαίες λέξεις
Oduševnit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, εμψυχώσει, εμψυχώσει το, να εμψυχώσει το, να εμψυχώσει
Μεταφράσεις: ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, εμψυχώσει, εμψυχώσει το, να εμψυχώσει το, να εμψυχώσει