Osvědčit στα ελληνικά

Μετάφραση: osvědčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρίνω, πιστοποιώ, μαρτυρώ, επιδοκιμάζω, βεβαιώνουν, πιστοποιούν, μαρτυρούν, βεβαιώνει, βεβαιώσει
Osvědčit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balzamovat στα ελληνικά - ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα
  • konstelace στα ελληνικά - αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, σχηματισμού
  • náplast στα ελληνικά - γύψος, λευκοπλάστης, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
  • odvolatelný στα ελληνικά - μετακλητός, ανακλητός, ανακλητή, ανακλητά, ανακλητό
Τυχαίες λέξεις
Osvědčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρίνω, πιστοποιώ, μαρτυρώ, επιδοκιμάζω, βεβαιώνουν, πιστοποιούν, μαρτυρούν, βεβαιώνει, βεβαιώσει