Λέξη: λάφυρα

Σχετικές λέξεις: λάφυρα

λάφυρα μελίνα κανά, λάφυρα ορισμός, λάφυρα cd, λάφυρα της νύχτας, grepolis λάφυρα, λάφυρα θανάσησ παπακωνσταντίνου, λάφυρα πολέμου, λάφυρα τι είναι

Συνώνυμα: λάφυρα

λεία, ρουσφέτι, πλιάτσικα

Μεταφράσεις: λάφυρα

λάφυρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loot, booty, spoils, spoil, plunder

λάφυρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
presa, saquear, pillar, botín, despojos, botines, estropea, escombros

λάφυρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plündern, zaster, beute, knete, Beute, verwöhnt, verdirbt

λάφυρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéfice, fruit, butin, spoliation, marauder, boni, revenu, lucre, profit, dépouille, rapiner, saccager, trophée, capture, gain, proie, dépouilles, Spoils, Le butin, gâte

λάφυρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saccheggiare, depredare, bottino, spoglie, preda, bottini, guasta

λάφυρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despojos, espólios, espólio, estraga, entulhos

λάφυρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buit, bederft, verwent, roof, oorlogsbuit

λάφυρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грабеж, грабить, ограбление, награбленное, разграбление, мародерство, добыча, разграбить, добычи, портит, портится, трофеи, балует

λάφυρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bytte, plyndre, rov, spoils, skjemmer, byttet, krigsbyttet, krigsbytte

λάφυρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byte, plundra, bytet, byten, bytarna, blir skämd, spoils

λάφυρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saalis, erä, ryöstää, pilaantuu, pilaa, saaliin, saalista, sotasaaliista

λάφυρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bytte, byttet, ødelægger, skæmmer, forkæler

λάφυρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zisk, vyloupit, kořist, úlovek, plenit, loupit, vyplenit, plen, drancovat, rabovat, kazí, zkazí, hlušina, kořistí

λάφυρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szabrować, zysk, łup, grabić, łupić, zdobycz, łupy, grabież, psuje, urobek, psują, łupów

λάφυρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hadizsákmány, martalék, préda, zsákmány, zsákmányt, rontja, iszapokat, zsákmányból

λάφυρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ganimet, memuriyet, ganimeti, ganimetleri, spoils

λάφυρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звільнення, трофеї, здобич, видобутку, видобування, здобичі, добування

λάφυρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pre, prishet, plaçkë, plaçkave, Plaçka

λάφυρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трофеи, плячка, разваля, земни маси, се разваля, плячката

λάφυρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здабычы

λάφυρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõjasaak, röövsaak, saak, rikneb, rikub, saagist, saaki

λάφυρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagrada, plijen, pljačka, dobit, ratni plijen, kvari, najboljega, plijen je

λάφυρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
herfang, gleðispillir, spillir, skemmist, skemmist hún

λάφυρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
spolio, praeda

λάφυρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grobis, laimikis, iškasos, pradeda gesti, gadina

λάφυρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laupījums, bojājas, grunts, bojā, grunti

λάφυρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
расипува, пленот, плен, колачот, пленот од претходната победа

λάφυρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pradă, prada, strică, prăzile, strica

λάφυρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lup, izkopi, pokvarijo, pokvari, razvajajo

λάφυρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lup, korisť, lov
Τυχαίες λέξεις