Otupělost στα ελληνικά
Μετάφραση: otupělost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούδιασμα, απάθεια, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bližní στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
- jitrocel στα ελληνικά - αρνόγλωσσο, πεντάνευρου, πλαντάγου, plantain, πεντάνευρο
- loděnice στα ελληνικά - αράζω, αποβάθρα, προβλήτα, λάπαθο, ναυπηγείο, ναυπηγείου, ναυπηγεία, ...
- normalizace στα ελληνικά - ομαλοποίηση, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, κανονικοποίησης, εξομάλυνσης
Τυχαίες λέξεις
Otupělost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούδιασμα, απάθεια, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο
Μεταφράσεις: μούδιασμα, απάθεια, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο