Píchnout στα ελληνικά
Μετάφραση: píchnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαχαιρώνω, τσιμπώ, ροζ, κεντρίζω, δάγκωμα, σπρώχνω, κεντρί, τσιτώνω, κέντημα, τρυπώ, τσίμπημα, δαγκώνω, κεντώ, τρύπημα, τρύπημά, το τρύπημα, το τρύπημά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elektronový στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρόνιο, Electron, ηλεκτρονίων, Ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικές
- klimatický στα ελληνικά - κλιματολογικός, κλιματικές, κλιματολογικές, κλιματικών, κλιματικά
- nevyzpytatelný στα ελληνικά - ανεξερεύνητος, ανεξερεύνητα, ανεξερεύνητες, μη αναζητήσιμο, ανεξερεύνητο
- nosítka στα ελληνικά - απορρίμματα, σκουπίδια, φορείο, φορείου, το φορείο, εκτάσεως, φορεία
Τυχαίες λέξεις
Píchnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαχαιρώνω, τσιμπώ, ροζ, κεντρίζω, δάγκωμα, σπρώχνω, κεντρί, τσιτώνω, κέντημα, τρυπώ, τσίμπημα, δαγκώνω, κεντώ, τρύπημα, τρύπημά, το τρύπημα, το τρύπημά
Μεταφράσεις: μαχαιρώνω, τσιμπώ, ροζ, κεντρίζω, δάγκωμα, σπρώχνω, κεντρί, τσιτώνω, κέντημα, τρυπώ, τσίμπημα, δαγκώνω, κεντώ, τρύπημα, τρύπημά, το τρύπημα, το τρύπημά