Λέξη: εισαγωγικός
Σχετικές λέξεις: εισαγωγικός
εισαγωγικός νόμος του αστικού κώδικα, εισαγωγικός διαγωνισμός εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης, εισαγωγικός νόμος αστικού κώδικα, εισαγωγικός διαγωνισμός, εισαγωγικός νόμος κώδικα πολιτικής δικονομίας, εισαγωγικός δασμός, εισαγωγικόσ διαγωνισμόσ εθνικήσ σχολήσ δημόσιασ διοίκησησ 2013, εισαγωγικός βαθμός, εισαγωγικός νόμος ακ
Συνώνυμα: εισαγωγικός
μυητικός, αρχικός, προλογικός, προεισαγωγικός, προοιμιακός
Μεταφράσεις: εισαγωγικός
εισαγωγικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
introductory, originative, import, an import
εισαγωγικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
introductorio, introductoria, introducción, de introducción, preliminar
εισαγωγικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einleitend, Einführungs-, Einführungs, einleitenden
εισαγωγικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
d'introduction, préliminaire, introduction, introductive, introductif
εισαγωγικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
introduttivo, introduttiva, alinea, introduzione, introduttive
εισαγωγικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
introdutório, introdutória, introdução, de introdução
εισαγωγικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inleidende, inleidend, inleiding, introductie
εισαγωγικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предварительный, вводный, вступительный, вводная, вступительное, вступительная, вводной
εισαγωγικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innledende, introduksjons, innførings, Kabel, innlednings
εισαγωγικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inledande, inledn, inlednings, introduktions, inledningen
εισαγωγικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alustava, johdantokappale, johdanto, johdantolause
εισαγωγικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indledende, indledning, indledningen
εισαγωγικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úvodní, předběžný, přípravný, uvozovací, návětí, uvozující, se úvodní
εισαγωγικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstępny, wprowadzający, wprowadzająca, wprowadzające, wprowadzenie
εισαγωγικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bevezető, bevezetı
εισαγωγικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanıtıcı, giriş, tanıtım, başlangıç, giriş niteliğinde
εισαγωγικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вступи, вступний, ввідний, увідний
εισαγωγικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hyrëse, hyrës, hyrės, prezantues, prezantuese
εισαγωγικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уводен, встъпителен, уводна, встъпителна, уводни
εισαγωγικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўводны, уступны, ўступны, уводны, • уступны
εισαγωγικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sissejuhatav, sissejuhatavad, sissejuhatavas, sissejuhatava, sissejuhatavat
εισαγωγικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
početni, uvodni, uvodnom, uvodna, uvodno, uvodnog
εισαγωγικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inngangs, Inngangsnámskeið, Inngangur, Kynningarfundur, inngangsmálsgreinarinnar
εισαγωγικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvadinis, įžanginis, įžanginė, įvadinė, įžanga
εισαγωγικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ievada, ievaddaļa, ievaddaļu, ievads, ievaddaĜa
εισαγωγικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воведна, воведната, воведни, воведен, воведниот
εισαγωγικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
introductiv, introductivă, introductive, introducere
εισαγωγικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úvodní, uvodni, uvodno, uvodne, uvodna
εισαγωγικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prípravný, úvodní, úvodná, úvodný, Domovská, úvodnú, úvodnej