Pískat στα ελληνικά

Μετάφραση: pískat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφυρίζω, σφυρίχτρα, σφύριγμα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Pískat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • depo στα ελληνικά - σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
  • dvojplošník στα ελληνικά - διπλανό, διπλάνο, biplane, διεπίπεδη, διπλάνου
  • lakotný στα ελληνικά - άπληστος, παραδόπιστος, φιλάργυρος, λαίμαργος, esurient
  • odvedený στα ελληνικά - στρατολόγησε, στρατολογημένος, στρατολογήσει, καταχώρησης, κατατάσσεται
Τυχαίες λέξεις
Pískat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφυρίζω, σφυρίχτρα, σφύριγμα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα