Příležitost στα ελληνικά

Μετάφραση: příležitost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκαιρία, πιθανότητα, περίπτωση, παράδειγμα, συγκυρία, τύχη, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Příležitost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • genitiv στα ελληνικά - γενική, γενική πτώση
  • hospic στα ελληνικά - άσυλο, ξενών, ξενώνα, ξενώνα φιλοξενίας, ασύλων
  • krémový στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
  • okr στα ελληνικά - ώχρα, ώχρας, της ώχρας, χρώμα της ώχρας, στο χρώμα της ώχρας
Τυχαίες λέξεις
Příležitost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκαιρία, πιθανότητα, περίπτωση, παράδειγμα, συγκυρία, τύχη, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας