Přírůstek στα ελληνικά
Μετάφραση: přírůstek, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, απόκτηση, προσαύξηση, απόκτημα, επαύξηση, απολαβή, πρόσφυση, ανάπτυξη, αύξηση, αύξησης, προσαύξησης, αυξήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- divý στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
- galvanizace στα ελληνικά - γαλβανισμό, γαλβάνισμα, γαλβανισμός, ψευδαργύρωση, γαλβανισμού
- jenž στα ελληνικά - που, εκείνος, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
- kobka στα ελληνικά - κελί, κύτταρο, κυττάρων, κυττάρου, κυτταρική
Τυχαίες λέξεις
Přírůstek στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, απόκτηση, προσαύξηση, απόκτημα, επαύξηση, απολαβή, πρόσφυση, ανάπτυξη, αύξηση, αύξησης, προσαύξησης, αυξήσεως
Μεταφράσεις: όγκος, απόκτηση, προσαύξηση, απόκτημα, επαύξηση, απολαβή, πρόσφυση, ανάπτυξη, αύξηση, αύξησης, προσαύξησης, αυξήσεως