Επαύξηση στα τσεχικά

Μετάφραση: επαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přírůstek, zesílení, zvýšení, přírůstku, inkrement, přírůst
Επαύξηση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαύξηση

αύξηση /μείωση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση ρεύματος, επαύξηση ισχύος, επαύξηση περιουσίας, επαύξηση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, επαύξηση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • επαφή στα τσεχικά - spojení, styk, známost, kontakt, Spojit se, kontaktní, Spojit se s, ...
  • επαχθής στα τσεχικά - obtížný, namáhavý, těžký, tíživý, zatěžující, zátěž, zátěží
  • επείγων στα τσεχικά - urgentní, naléhavý, pilný, nutkavý, snažný, nutný, akutní, ...
  • επεισόδιο στα τσεχικά - vedlejší, náhodný, příslušný, událost, případ, nahodilý, vlastní, ...
Τυχαίες λέξεις
Επαύξηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přírůstek, zesílení, zvýšení, přírůstku, inkrement, přírůst