Přísežný στα ελληνικά
Μετάφραση: přísežný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκισμένος, juratory
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- batist στα ελληνικά - βατίστα, βατίστας, Μπατίστ, της βατίστας
- houkat στα ελληνικά - σκούξιμο, έξαρση, σκούζω, κορνάρω, toot, βοώ, σαλπίζω, ...
- hrudní στα ελληνικά - επιστήθιος, θωρακικά, θωρακικό, θωρακικούς, τα θωρακικά
- olivovník στα ελληνικά - ελιά, ελαιόδενδρο, ελιάς, ελαιόδεντρο, της ελιάς
Τυχαίες λέξεις
Přísežný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, juratory
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, juratory