Přístavek στα ελληνικά

Μετάφραση: přístavek, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέκταση, επέκταση, έκταση, υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα
Přístavek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkoholik στα ελληνικά - αλκοολικός, αλκοολούχα, αλκοολικό, αλκοολούχων, αλκοολικού
  • automobilismus στα ελληνικά - οδήγηση, αυτοκίνησης, αυτοκίνηση, αυτοκινήτου, αυτοκινητιστών
  • dvojnásobně στα ελληνικά - δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, δις
  • nájemné στα ελληνικά - ενοικιάζω, νοίκι, μίσθωμα, ενοικίαση, νοικιάζω, ενοίκιο, ενοικίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Přístavek στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέκταση, επέκταση, έκταση, υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα