Přetvařovat στα ελληνικά
Μετάφραση: přetvařovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμώματα, επιτηδεύομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
Μεταφράσεις
- akvizice στα ελληνικά - απόκτηση, απόκτημα, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
- aspekt στα ελληνικά - θωριά, χροιά, πλευρά, άποψη, όψη, πτυχή, στοιχείο
- citronáda στα ελληνικά - λεμονάδα, λεμόνι, λεμονιού, λεμονιών, λεμονιές, το λεμόνι
- jaguár στα ελληνικά - ιαγουάρος, Jaguar, της Jaguar, ιαγουάρο, τζάγκουαρ
Τυχαίες λέξεις
Přetvařovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμώματα, επιτηδεύομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
Μεταφράσεις: καμώματα, επιτηδεύομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται