Λέξη: αδέσμευτος
Σχετικές λέξεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος τύπος επικοινωνία, αδέσμευτος τύπος αρχείο, αδέσμευτος τύπος διεύθυνση, αδέσμευτος κλίση, αδέσμευτος τύπος, αδέσμευτος τύπος πρωτοσέλιδο, αδέσμευτος συνωνυμο, αδέσμευτος της πάφου, αδέσμευτος συνδυασμός για τη λέσβο
Συνώνυμα: αδέσμευτος
ασύνδετος, μη εκτεθειμένος, αδήλωτος
Μεταφράσεις: αδέσμευτος
αδέσμευτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freelance, unattached, unpleadged, uncommitted, unfettered, unbound
αδέσμευτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
independiente, soltero, suelto, desapegado, sin ataduras, unattached
αδέσμευτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unabhängig, freiberufler, freischaffende, freiberuflerin, freischaffender, ungebunden, unbefestigt, unbefestigten, unattached, nicht befestigten
αδέσμευτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indépendant, autonome, libre, sans attaches, seules, détaché, non attaché
αδέσμευτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indipendente, senza legami, distaccato, unattached, slegato, distaccati
αδέσμευτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
independente, não comprometido, solto, desapegado, unattached
αδέσμευτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
niet verbonden, losse, ongebonden, niet gehecht
αδέσμευτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неприкрепленный, неприсоединённый, привязан, одиноких, непривязанным
αδέσμευτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fristilt, løse, unattached, utilsluttede, ikke knyttet
αδέσμευτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unattached, lös, obundet, obunden, icke fastsatta
αδέσμευτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irrallinen, irrallista, erillinen, kiinnittämätöntä, Antennien vapaissa
αδέσμευτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uhæftede, Ikkefastgjorte, utilknyttet, løstliggende, ikke fastgjorte
αδέσμευτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezávislý, volný, nepřipoutaný, nepřipojený, odpoutaný, nepřipevněná
αδέσμευτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
darmozjad, przyłączone, przywiązany, zgięta, zamocowane, przywiązania
αδέσμευτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
független, különálló, nincs csatolva, nem kötött, nem tapadt
αδέσμευτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bekâr, serbest, unattached, ekli olmayan, bağlı olmayan
αδέσμευτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільнонайманий, позаштатний, неприкріплений, ненатягнутий, ненатягнуті
αδέσμευτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lirë, i pavarur, i palidhur, palidhur
αδέσμευτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необвързан, неприкачена, неприкрепена, неприкрепени, разделят напълно
αδέσμευτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неприкрепленный
αδέσμευτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabakutseline, vallaline, kinnitamata, lahtine, kinnitumata, mittekinnitatavat
αδέσμευτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neoženjen, nevezan, unattached, nevezano, pričvršćeni
αδέσμευτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unattached
αδέσμευτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepririštas, nepritvirtintomis, nepriskirtas, nepritvirtintas, nepriklausantis jokiam koledžui
αδέσμευτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvs, brīvais, nesaistīti, nesaistīti ne, brīvos
αδέσμευτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Неповрзаните, самовработување, самец
αδέσμευτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neatașat, neatasat, neatașată, neatașate, atasati
αδέσμευτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
navezan, Nepovezani, Nepričvršćen, nevezan, navezan na
αδέσμευτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezávislý, voľný, voľného, sloboda, voľné, volný
Στατιστικά δημοτικότητας: αδέσμευτος
Τυχαίες λέξεις