Λέξη: γεωλογία

Σχετικές λέξεις: γεωλογία

γεωλογία και διαχείριση φυσικών πόρων, θεολογία αθήνας, γεωλογία κρήτης, γεωλογία και γεωπεριβάλλοντος, γεωλογία & διαχείριση φυσικών πόρων, γεωλογία αταλάντης, γεωλογία απθ, γεωλογία η επιστήμη της γης, γεωλογία της ελλάδας, γεωλογία πάτρας

Μεταφράσεις: γεωλογία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
geology, Geologic, geology of, Engineering Geology, geological
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
geología, la geología, geológico, geología de, de geología
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geologie, Geologie, der Geologie, geologisch, geologischen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
géologie, la géologie, géologique, géologiques, de géologie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
geologo, geologia, la geologia, geologico, geologica, di geologia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
geólogo, geologia, a geologia, da geologia, geological, de geologia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geologie, aardkunde, de geologie, geology, geologische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
геология, геологии, геологию, геолого, по геологии
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
geologi, geologien, Geology, geologiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
geologi, Geology, geologin, Geologiska
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
geologia, geologian, geologiasta, geologiaa, geologiaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
geologi, geologien, geologiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
geologie, geologii, geologické, geology, geologie pro
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
geologia, geolog, geologii, geology, geom, geologiczne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
földtan, geológia, geológiai, Geology, geológiája, a geológia
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
jeoloji, jeolojisi, jeolojik, Geology, jeolojisinin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
геологія, Геология, Екологія
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjeologjia, gjeologji, gjeologjisë, gjeologjike, gjeologjinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
геология, геологията, Геолого, геоложки университет
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
геалогія, геалёгія
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
geoloogia, geoloogiat, geoloogias, geology, geoloogiliste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
geologija, geologije, geološko
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jarðfræði, Geology, jarà ° frÃ|Ã, Jarðvísindi, jarà ° frÃ|à °
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geologija, geologijos, geologiją, geology, geologinius
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģeoloģija, ģeoloģijas, ģeoloģiju, ģeoloģijā, ģeoloģiskā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
геологија, геологијата, геолошка, геолошки, геолошката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
geologie, geologia, geologiei, geologice, de geologie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
geologija, geologije, geology, geologijo, geologiji
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
geológie, geológia, geologie, ako geológia, geologické

Στατιστικά δημοτικότητας: γεωλογία

Τυχαίες λέξεις