Přiléhavý στα ελληνικά
Μετάφραση: přiléhavý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kluzký στα ελληνικά - ολισθηρός, γλιστερός, ολισθηρό, ολισθηρές, ολισθηρά
- naklonit στα ελληνικά - ακουμπώ, άπαχος, όχθη, ανάχωμα, τράπεζα, κλίνω, γέρνω, ...
- neodborný στα ελληνικά - ανίκανος, αντιεπαγγελματικός, αντιεπαγγελματική, μη επαγγελματική, αντιϋπηρεσιακής, μη επαγγελματικό
- objednat στα ελληνικά - παραγγέλλω, παραγγελία, προσταγή, εντολή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Přiléhavý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό