Σφιχτός στα τσεχικά
Μετάφραση: σφιχτός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pevný, těsně, lakomý, přiléhavý, těsný, vodotěsný, utažený, pevně, těsné, těsná
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφιχτός
σφιχτός συνώνυμο, σφιχτός συνώνυμα, σφιχτός λεξικό γλώσσας τσεχικά, σφιχτός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- σφηνώνω στα τσεχικά - usazovat, bouda, umístit, chatrč, bydlet, uložit, chata, ...
- σφικτά στα τσεχικά - bezpečně, odhodlaně, napevno, rozhodně, solidně, silně, pevně, ...
- σφοδρά στα τσεχικά - prudce, vehementně, inveighingly
- σφοδρός στα τσεχικά - vznětlivý, vehementní, prudký, prudká, důrazné, vehementnější
Τυχαίες λέξεις
Σφιχτός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: pevný, těsně, lakomý, přiléhavý, těsný, vodotěsný, utažený, pevně, těsné, těsná
Μεταφράσεις: pevný, těsně, lakomý, přiléhavý, těsný, vodotěsný, utažený, pevně, těsné, těsná